- γλαυκώπιδι
- γλαυκῶπιςwith gleaming eyesfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… … Dictionary of Greek
γλαυκώπιδ' — γλαυκώπιδα , γλαυκῶπις with gleaming eyes fem acc sg γλαυκώπιδι , γλαυκῶπις with gleaming eyes fem dat sg γλαυκώπιδε , γλαυκῶπις with gleaming eyes fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)